ομούριος

ομούριος
ὁμούριος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ομόριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομόριος — ὁμόριος και ιων. τ. ὁμούριος, ον (Α) [όμορος] 1. όμορος, γείτονας 2. προσωνυμία τού Διός («ὁμόριος Ζεύς») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”